Αξιολόγηση της Απόδοσης των Αμοιβαίων Κεφαλαίων με βάση 3 στατιστικών δεικτών και μιας μεθόδου
Στην ελληνική αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων, παρατηρείται σταδιακή αύξηση του αριθμού και της ποικιλίας των αμοιβαίων κεφαλαίων. Αυτό παρέχει στους επενδυτές μια ευρύτερη γκάμα επιλογών για τα αμοιβαία κεφάλαια που επιλέγουν. Ωστόσο, η επιλογή του κατάλληλου αμοιβαίου κεφαλαίου γίνεται πολύπλοκη λόγω πολλών παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Συχνά, η μοναδική κρίση για την επιλογή ενός αμοιβαίου κεφαλαίου φαίνεται να είναι η προηγούμενη απόδοσή του. Αυτή η προσέγγιση, ωστόσο, είναι υπεραπλουστευμένη και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά το θέμα της αξιολόγησης των αμοιβαίων κεφαλαίων. Η σύγχρονη θεωρία χαρτοφυλακίου, ωστόσο, εισήγαγε την έννοια ότι η απόδοση πρέπει να αξιολογείται σε συνδυασμό με τον κίνδυνο που αναλαμβάνεται κάθε φορά.
Σταδιακά, η αξιολόγηση έγινε μια πολυσύνθετη διαδικασία. Και λαμβάνει υπόψη τη στρατηγική του αμοιβαίου κεφαλαίου, την προηγούμενη απόδοσή του, τον χρονικό ορίζοντα επένδυσης, τον επιθυμητό κίνδυνο, τη δεξιότητα του διαχειριστή του αμοιβαίου κεφαλαίου και οποιουδήποτε άλλου περιορισμού που ενδέχεται να ισχύει για το αμοιβαίο κεφάλαιο ή την αγορά.
Σύγκρισή του αμοιβαίου κεφαλαίου με ένα παρόμοιο κεφάλαιο και όχι με οποιοδήποτε άλλο
*** Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο στην αξιολόγηση ενός αμοιβαίου κεφαλαίου είναι η σύγκρισή του με ένα παρόμοιο κεφάλαιο. Και όχι με οποιοδήποτε άλλο. Δεν είναι σωστό να συγκρίνουμε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων με ένα μικτό κεφάλαιο, για παράδειγμα. Αυτό διότι η αξιολόγηση ενός χαρτοφυλακίου επιτυγχάνεται μέσω της σύγκρισης του με ένα άλλο χαρτοφυλάκιο που χρησιμεύει ως αναφορά. Γι’ αυτό, για να είναι συγκρίσιμα τα δύο κεφάλαια, πρέπει να έχουν παρόμοιο κίνδυνο. Διαφορετικά, η σύγκριση είναι ανώφελη.
** Επίσης οι ΟΣΕΚΑ δεν έχουν εγγυημένη απόδοση και οι προηγούμενες αποδόσεις δεν διασφαλίζουν τις μελλοντικές
Η αξιολόγηση των αμοιβαίων κεφαλαίων στην Ελλάδα απαιτεί σωστή μεθοδολογία και αναζήτηση αναλυτικών στατιστικών δεδομένων
Παρακάτω παρουσιάζουμε ορισμένους τρόπους που μπορείτε να αξιολογήσετε τα αμοιβαία κεφάλαια στην Ελλάδα με τη χρήση στατιστικών:
- Συλλογή Δεδομένων: Τα πρώτα βήματα για την αξιολόγηση των αμοιβαίων κεφαλαίων είναι η συλλογή αντίστοιχων δεδομένων από διάφορες πηγές. Μπορείτε να αναζητήσετε στατιστικές πληροφορίες από την Τράπεζα της Ελλάδος, την Ένωση Θεσμικών Επενδυτών, το Υπουργείο Οικονομικών, ή άλλες αρχές και οργανισμούς. Που συλλέγουν και δημοσιεύουν δεδομένα σχετικά με τα αμοιβαία και τις ιστορικές αποδόσεις τους, την οικονομία και το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ελλάδας.
- Χρησιμοποίηση Βασικών Στατιστικών Δεικτών: Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε βασικούς στατιστικούς δείκτες όπως τον μέσο όρο, τη διακύμανση, τον συντελεστή τυπικής απόκλισης και τον συντελεστή συσχέτισης r [correlation index] για να αξιολογήσετε τις τάσεις και την απόδοση των αμοιβαίων κεφαλαίων στην Ελλάδα.
- Σύγκριση Αποτελεσμάτων: Μπορείτε να συγκρίνετε τα αποτελέσματα των αμοιβαίων κεφαλαίων στην Ελλάδα με τον συνολικό δείκτη της αγοράς [π.χ τον Γενικό Δείκτη Τιμών Χρηματιστηρίου Αθήνας]. Ή με την απόδοση αμοιβαίων κεφαλαίων σε άλλες χώρες.
- Χρήση Γραφημάτων και Διαγραμμάτων: Η απεικόνιση δεδομένων μέσω γραφημάτων και διαγραμμάτων όπως γραφικές παραστάσεις, γραφικές καμπύλες και ραβδογραφήματα, μπορεί να βοηθήσει στην οπτικοποίηση των τάσεων και των διακυμάνσεων στα αμοιβαία κεφάλαια.
- Προβλέψεις με Χρήση Στατιστικών Μοντέλων: Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε στατιστικά μοντέλα. Όπως η πολυπλοκή ανάλυση, η γραμμική ή μη γραμμική παλινδρόμηση και η χρονολογική σειρά και ανάλυση. Για να προβλέψετε τις μελλοντικές αποδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων.
Ποια είναι όμως η κατάλληλη στατιστική ανάλυση για την σωστή αξιολόγηση των αμοιβαίων κεφαλαίων;
Συνολικά, η αξιολόγηση των αμοιβαίων κεφαλαίων στην Ελλάδα απαιτεί τη χρήση της κατάλληλης στατιστικής ανάλυσης. Και τη συνεχή παρακολούθηση των δεδομένων. Για να κατανοήσετε τις διακυμάνσεις και τις τάσεις στην αγορά αυτή. Επίσης, είναι σημαντικό να λαμβάνετε υπόψη το πλαίσιο των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών που επηρεάζουν τα αμοιβαία κεφάλαια.
Οι 3 βασικοί δείκτες απόδοσης ενός αμοιβαίου και η μεθοδος αξιολόγησης ενός αμοιβαίου είναι οι παρακάτω
Παρακάτω θα δούμε πως αναλύουμε και αξιολογούμε την απόδοση των αμοιβαίων κεφαλαίων στην Ελλάδα. Χρησιμοποιώντας και αξιολογώντας τρεις κύριους δείκτες απόδοσης και μιας μεθόδου: τον δείκτη μεταβλητότητας, τους δείκτες Sharpe και Treynor, καθώς και τη μέθοδο του Jensen.
Ο δείκτης Sharpe λαμβάνει υπόψη τη συνολική απόδοση ενός κεφαλαίου σε σχέση με τον συστηματικό κίνδυνο. Παρέχοντας μια σφαιρική άποψη της απόδοσης. Αντίστοιχα, ο δείκτης Treynor αξιολογεί την απόδοση σε σχέση με τον συντελεστή Βήτα. Προσφέροντας πληροφορίες για τον συστηματικό κίνδυνο. Τέλος, η μέθοδος του Jensen επιτρέπει την αξιολόγηση της διαφορικής απόδοσης των αμοιβαίων κεφαλαίων. Σε σχέση με μια παθητική στρατηγική επενδύσεων.
Συντελεστής Μεταβλητότητας: Μια απλή αξιολόγηση των αμοιβαίων κεφαλαίων στην Ελλάδα
Ο συντελεστής μεταβλητότητας αποτελεί έναν απλό και αποτελεσματικό τρόπο για την αξιολόγηση της απόδοσης ενός αμοιβαίου κεφαλαίου. Ουσιαστικά, αντιπροσωπεύει μια ποσοστιαία μέτρηση του κινδύνου ανά μονάδα απόδοσης.
Ο συντελεστής μεταβλητότητας υπολογίζεται απλά ως ο λόγος της τυπικής απόκλισης των αποδόσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου, προς τον μέσο όρο των αποδόσεών του. Τα αποτελέσματα αυτού του συντελεστή επιτρέπουν την αξιολόγηση των αμοιβαίων κεφαλαίων σε σχέση με την επιτευχθείσα απόδοση και τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο. Όσο μεγαλύτερος είναι ο συντελεστής μεταβλητότητας για ένα αμοιβαίο κεφάλαιο, τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος. Δηλ. ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ο επενδυτής, για κάθε μονάδα απόδοσης που επιτυγχάνει. Αντίθετα, όσο μικρότερος είναι ο συντελεστής μεταβλητότητας ενός αμοιβαίου κεφαλαίου, τόσο χαμηλότερος είναι ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ο επενδυτής. Για κάθε μονάδα απόδοσης που επιτυγχάνει.
Κριτήριο Sharpe: Μια πιο αναλυτική αξιολόγηση των αμοιβαίων στην Ελλάδα
Ένα διαδεδομένο μέτρο απόδοσης ανά μονάδα κινδύνου για αμοιβαία κεφάλαια είναι το κριτήριο Sharpe. Αυτό το μέτρο εκφράζεται μαθηματικά ως εξής:
Sharpe Ratio=(Rp−Rf ) / σ
Το κριτήριο Sharpe επιτρέπει την αξιολόγηση με βάση την υπερβάλλουσα απόδοση του αμοιβαίου κεφαλαίου σε σχέση με το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο. Λαμβάνοντας υπόψη τη μεταβλητότητα των αποδόσεών του. Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης Sharpe για ένα αμοιβαίο κεφάλαιο, τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ο επενδυτής. Για κάθε μονάδα απόδοσης που επιτυγχάνει. Αντίστροφα, όσο μικρότερος είναι ο δείκτης Sharpe ενός αμοιβαίου κεφαλαίου, τόσο χαμηλότερος είναι ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ο επενδυτής, για κάθε μονάδα απόδοσης που επιτυγχάνει.
Κριτήριο Sharpe = (Πραγματοποιηθείσα Απόδοση του Αμοιβαίου Κεφαλαίου – Απόδοση χωρίς κίνδυνο) / Τυπική Απόκλιση των Αποδόσεων του Αμοιβαίου Κεφαλαίου
Επειδή και ο αριθμητής και ο παρονομαστής του δείκτη Sharpe εκφράζονται ως ποσοστά, το αποτέλεσμα του δείκτη είναι ένας αριθμός. Ο Sharpe θεωρεί ως κατάλληλο μέτρο του κινδύνου τον συνολικό κίνδυνο του αμοιβαίου κεφαλαίου. Και χρησιμοποιεί την τυπική απόκλιση για την υπολογιστική διαδικασία.
Με βάση το κριτήριο Sharpe, τα αμοιβαία κεφάλαια που προσφέρουν υψηλότερη απόδοση ανά μονάδα κινδύνου θεωρούνται ως κεφάλαια με την καλύτερη διαχείριση. Αντιθέτως, αμοιβαία κεφάλαια με χαμηλότερη απόδοση ανά μονάδα κινδύνου θεωρούνται ως κεφάλαια με την χειρότερη διαχείριση.
Κριτήριο Treynor: Μια πιο εξειδικευμένη ανάλυση και αξιολόγηση των αμοιβαίων στην Ελλάδα
Ένα επιπλέον μέτρο απόδοσης που προτείνεται από τη διεθνή βιβλιογραφία είναι το κριτήριο Treynor. Η μαθηματική του μορφή είναι η εξής:
Treynor Ratio=(Rp−Rf ) / β
Ο δείκτης Treynor επιτρέπει την αξιολόγηση με βάση την υπερβάλλουσα απόδοση του αμοιβαίου κεφαλαίου, η οποία προκύπτει από τη διαφορά της πραγματοποιηθείσας απόδοσης από το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο, λαμβάνοντας υπόψη το συστηματικό κίνδυνο β [beta] των αποδόσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου.
Κριτήριο Treynor = (Πραγματοποιηθείσα Απόδοση του Αμοιβαίου Κεφαλαίου – Απόδοση χωρίς κίνδυνο) / Συντελεστής Βήτα των Αποδόσεων του Αμοιβαίου Κεφαλαίου
Ο αριθμητής του δείκτη Treynor εκφράζεται σε ποσοστά. Ενώ ο παρονομαστής είναι ένας καθαρός αριθμός. Οπότε το αποτέλεσμά του εκφράζεται σε ποσοστά. Σε αντίθεση με τον δείκτη Sharpe, ο Treynor λαμβάνει υπόψη μόνο τον συστηματικό κίνδυνο για την αξιολόγηση των χαρτοφυλακίων. Και χρησιμοποιεί τον συντελεστή Βήτα. Αυτή η διαφορά τον καθιστά κατάλληλο για την αξιολόγηση των μετοχών.
Σύμφωνα με το κριτήριο Treynor, τα αμοιβαία κεφάλαια που παρέχουν υψηλότερη απόδοση ανά μονάδα κινδύνου θεωρούνται ως αυτά με την καλύτερη διαχείριση. Αντιθέτως, τα αμοιβαία κεφάλαια με χαμηλότερη απόδοση ανά μονάδα κινδύνου αξιολογούνται ως αυτά με την χειρότερη διαχείριση.
Κριτήριο Jensen: Μια πιο σφαιρική αξιολόγηση των αμοιβαίων κεφαλαίων στην Ελλάδα με βάση την απόδοση τους και τον κίνδυνο
Οι προηγούμενοι δείκτες, Sharpe και Treynor, που παρουσιάστηκαν παραπάνω, προσφέρουν μια ταξινόμηση των χαρτοφυλακίων, αλλά δεν προσφέρουν πληροφορίες σχετικά με το πόσο το συγκεκριμένο αμοιβαίο κεφάλαιο υπερτερεί ή υστερεί σε απόδοση σε σύγκριση με ένα πορτοφόλι που ακολουθεί μια παθητική στρατηγική. Για παράδειγμα, η ερμηνεία ενός δείκτη Treynor που είναι 4,5% δεν είναι προφανής.
Για αυτόν τον λόγο, παράλληλα με τους προαναφερθέντες δείκτες, χρησιμοποιείται μια εναλλακτική μέθοδος για την αξιολόγηση της απόδοσης ενός χαρτοφυλακίου. Γνωστή ως μέθοδος Jensen ή μέθοδος διαφορικής απόδοσης.
Σύμφωνα με τον Jensen, το κάθε χαρτοφυλάκιο αξιολογείται με βάση τη διαφορά της πραγματοποιηθείσας απόδοσης από την απόδοση που θα είχε επιτύχει αν ο διαχειριστής του χαρτοφυλακίου επενδύσει στο χαρτοφυλάκιο της αγοράς και σε ασφαλή αξιόγραφα. ΄Ώστε να εκτίθεται στον ίδιο κίνδυνο. Ο κίνδυνος αυτός εκφράζεται από τον συστηματικό κίνδυνο, γνωστός και ως συντελεστής Βήτα.
Αυτή η μέθοδος εξετάζει τη στατιστική σημαντικότητα της απόδοσης ενός χαρτοφυλακίου πέρα από την απόδοση χωρίς κίνδυνο. Και πέρα από την απόδοση του πορτοφολίου της αγοράς για δεδομένο επίπεδο κινδύνου. Για την εφαρμογή της, χρειάζεται η επίλυση της παρακάτω εξίσωσης:
(Πραγματοποιηθείσα Απόδοση του Αμοιβαίου Κεφαλαίου – Απόδοση χωρίς κίνδυνο) = Άλφα + Βήτα(Απόδοση της Αγοράς – Απόδοση χωρίς κίνδυνο) + Σφάλμα
Στην παραπάνω εξίσωση, το Άλφα αντιπροσωπεύει το δείκτη Jensen. Σύμφωνα με αυτήν τη μέθοδο, το Άλφα του αμοιβαίου κεφαλαίου που επιτυγχάνει την ίδια απόδοση με την αγορά θα είναι μηδέν. Αν το Άλφα των εξεταζόμενων αμοιβαίων κεφαλαίων είναι θετικό και στατιστικά σημαντικό, τότε αυτά τα αμοιβαία κεφάλαια έχουν επιτύχει υψηλότερη απόδοση από την αναμενόμενη. Λαμβάνοντας υπόψη και τον συντελεστή Βήτα. Αντίστοιχα, αν το Άλφα των αμοιβαίων κεφαλαίων είναι αρνητικό και στατιστικά σημαντικό, τότε οι επιτευχθείσες αποδόσεις είναι χαμηλότερες από τις αναμενόμενες και χειρότερες από την απόδοση του πορτοφολίου της αγοράς.
Η μέθοδος που ανέπτυξε ο Jensen βασίζεται στο μοντέλο αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων (Capital Asset Pricing Model/CAPM). Πιο συγκεκριμένα, η διαφορική απόδοση θεωρείται ως η διαφορά μεταξύ της πραγματοποιηθείσας απόδοσης ενός αμοιβαίου κεφαλαίου και της αναμενόμενης απόδοσης. Με βάση το μοντέλο αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων. Αυτό γίνεται διότι, σε μια αποτελεσματική αγορά, η αναμενόμενη απόδοση των διαχειριστών καθορίζεται από το ρίσκο του αμοιβαίου κεφαλαίου σε σχέση με τη γραμμή των αξιογράφων στο επίπεδο κινδύνου. Συνεπώς, μετά την αφαίρεση της απόδοσης χωρίς κίνδυνο από την απόδοση του.
Συμπέρασμα της αξιολόγησης των Αμοιβαίων Κεφαλαίων στην Ελλάδα με βάση τους παραπάνω στατιστικούς δείκτες
Τα αμοιβαία κεφάλαια αποτελούν δημοφιλή επιλογή για επενδυτές που αναζητούν διαφοροποίηση και επιθυμούν να επωφεληθούν από την επαγγελματική διαχείριση των κεφαλαίων τους.
Αξιολογήσαμε τρεις βασικούς δείκτες απόδοσης αυτών των αμοιβαίων κεφαλαίων και μιας μεθόδου: τους δείκτες μεταβλητότητας, Sharpe και Treynor, καθώς και τη μέθοδο του Jensen. Ο δείκτης Sharpe λαμβάνει υπόψη τη συνολική απόδοση ενός κεφαλαίου σε σχέση με τον συστηματικό κίνδυνο. Ενώ ο δείκτης Treynor αξιολογεί την απόδοση σε σχέση με τον συντελεστή Βήτα. Αντίθετα, η μέθοδος του Jensen επιτρέπει την αξιολόγηση της διαφορικής απόδοσης ενός αμοιβαίου κεφαλαίου σε σχέση με μια παθητική στρατηγική επενδύσεων [π.χ ακολουθώντας την τάση της γενικής αγοράς, π.χ του γενικού δείκτη την απόδοση].
Τα αποτελέσματα αυτής της αξιολόγησης παρέχουν σημαντικές ενδείξεις σχετικά με την απόδοση των αμοιβαίων κεφαλαίων στην Ελλάδα. Η ανάλυση αυτή βοηθά τους επενδυτές να κατανοήσουν ποια αμοιβαία κεφάλαια έχουν προσφέρει καλύτερες αποδόσεις, λαμβάνοντας υπόψη τον συνολικό κίνδυνο.
Εν κατακλείδι, η αξιολόγηση των αμοιβαίων κεφαλαίων είναι μια σημαντική διαδικασία για τους επενδυτές που αναζητούν τρόπους αυξημένης απόδοσης των κεφαλαίων τους. Οι δείκτες και οι μέθοδοι που παρουσιάστηκαν παρέχουν ένα πλαίσιο για την αξιολόγηση των αμοιβαίων κεφαλαίων. Και την λήψη ενημερωμένων αποφάσεων επενδύσεων. Τέλος, η ανάλυση αυτή αποτελεί μια μικρή συμβολή στον κόσμο των επενδύσεων στην Ελλάδα. Και βοηθά στην καλύτερη κατανόηση της αγοράς αμοιβαίων κεφαλαίων σε τοπικό επίπεδο.
Comments